πετιμέζι

πετιμέζι
και πετμέζι, το, Ν
1. το σταφιδόμελι, το γλυκό παχύρρευστο υγρό που παράγεται από τον μούστο με παρατεταμένο βράσιμο σε σιγανή φωτιά
2. μτφ. καθετί που είναι πάρα πολύ γλυκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pekmez].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Pekmez — Günbalı, morning honey – a kind of breakfast dish with tahini Pekmez (Turkish: pekmez, from Oghuz Turkic bekmes[1][2]) or dibs (Arabic) is a molasses like syrup obtained after condensing juices of frui …   Wikipedia

  • έψημα — το (ΑΜ ἕψημα) [ἕψω] μούστος που έβρασε ώσπου να μείνει το ένα τρίτο του, πετιμέζι αρχ. 1. βρασμένο φαγητό 2. στον πληθ. τὰ ἑψήματα α) χόρτα, λάχανα που τρώγονται μαγειρεμένα, βρασμένα β) παχύς ζωμός, χυλός που παρασκευάζεται με χόρτα ή φρούτα… …   Dictionary of Greek

  • κάροινον — και κάρυνον και καρύϊνον, τὸ (Α) 1. βρασμένο γλεύκος, πετιμέζι 2. φρ. «καρύϊνα δοκίμια» τα δοχεία στα οποία φύλαγαν το βρασμένο γλεύκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύϊνον. Πρόκειται για το ουδ. τού επιθ. καρύϊνος (< κάρυον) που συνδέθηκε παρετυμολ. με το …   Dictionary of Greek

  • ρετσέλι — και ριτσέλι(ον), το, Ν ζαχαρόπηκτο γλυκό τού κουταλιού από οπωρικό βρασμένο με πετιμέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rećel] …   Dictionary of Greek

  • σίραιον — τὸ, Α βρασμένος μούστος από σταφύλια ή και από σύκα, το σημερινό πετιμέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. σιρός μάλλον δεν ευσταθεί. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή της με το ρ. σειρῶ «στραγγίζω, αποξηραίνω» (βλ. λ. Σείριος)] …   Dictionary of Greek

  • ρετσέλι — το (λ. τουρκ.), γλυκό του κουταλιού που γίνεται κυρίως με πετιμέζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”